κοβαλεύω

κοβαλεύω
κοβαλεύω
carry as a porter
pres subj act 1st sg
κοβαλεύω
carry as a porter
pres ind act 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κοβαλεύω — (Α) μεταφέρω, κουβαλώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόβαλος*. Ας σημειωθεί ότι από το κουβαλεύω (μσν. τ. τού κοβαλεύω) προέκυψε το νεοελλ. κουβαλώ] …   Dictionary of Greek

  • κοβαλεύειν — κοβαλεύω carry as a porter pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοβαλεία — κοβαλεία, ἡ (Α) [κοβαλεύω] αναίσχυντη κατεργαριά …   Dictionary of Greek

  • κοβαλικεύω — (Α) [κοβαλικός] κοβαλεύω* …   Dictionary of Greek

  • κοβαλισμός — κοβαλισμός, ὁ (Α) η μεταφορά, το κουβάλημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοβαλεύω ή ίσως από αμάρτυρο *κοβαλίζω] …   Dictionary of Greek

  • κουβαλώ — και κουβαλνώ και κουβανώ άω (Μ κουβαλῶ, έω) 1. μεταφέρω κάτι από ένα μέρος σε άλλο, κάνω μεταφορά 2. μετακομίζω, μετοικώ («κουβαληθήκαμε στο νέο σπίτι») νεοελλ. 1. προσκομίζω διαρκώς και με αφθονία τρόφιμα και άλλα αναγκαία στο σπίτι, είμαι… …   Dictionary of Greek

  • κόβαλος — κόβαλος, ὁ (Α) 1. πανούργος, δόλιος, απατεώνας 2. είδος πτηνού που μοιάζει με την κουκουβάγια («ἔστι δὲ κόβαλος καὶ μιμητής... καθάπερ γλαῦξ», Αριστοτ.) 3. (στον πληθ. ως κύριο όν.) οἱ Κόβαλοι κακοποιὰ δαιμονικά όντα («Βερέσχεθοί τε καὶ Κόβαλοι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”